- ψυχοφθόρος
- ος, ο[ν]1) развращающий душу, растлевающий; 2) терзающий чью-л. душу; изводящий (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοφθόρος — destructive of life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρος — α, ο / ψυχοφθόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που φθείρει, που καταστρέφει την ψυχή αρχ. αυτός που καταστρέφει την υγεία κάποιου, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος] … Dictionary of Greek
ψυχοφθόρος — α, ο αυτός που καταστρέφει την ψυχή κάποιου: Μη διαβάζετε ψυχοφθόρα αναγνώσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοφθόρον — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc sg ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρα — ψυχοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόροι — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόροις — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρου — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρους — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρων — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοφθόρῳ — ψυχοφθόρος destructive of life masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)